- ρινί
- τοεργαλείο για το τρίψιμο σκληρών σωμάτων, λίμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρινί — το / ῥινίον, ΝΜΑ [ῥίνη] η ρίνη, η λίμα αρχ. κολλύριο … Dictionary of Greek
ῥινί — ῥῑνί , ῥίς nose fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρινίον — (I) τὸ, Α βλ. ρινίο. (II) τὸ, ΜΑ βλ. ρινί … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
ρινίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, τρίβω με το ρινί, λιμάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)